Γενικού Ενδιαφέροντος

Συγγραφέας: Μπάρλας Γιώργος

Το βιβλίο «Τα ερείπια του παρελθόντος» του D. Gross (εκδ. Πατάκη) - καθηγητή της σύγχρονης ιστορίας των ιδεών στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο- είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστικό σε θέματα που αφορούν την έννοια της παράδοσης και τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο.

Κατά τον συγγραφέα, ενώ άλλοτε οι παραδόσεις ήταν πηγή συνοχής και συνέχειας, σήμερα έχουν αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό ή έχουν εξαφανισθεί. Αυτό για μερικούς έχει ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική παρακμή που παρατηρείται στη Δύση, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι με αυτό τον τρόπο αίρονται οι καταναγκασμοί του παρελθόντος και ανοίγονται νέοι τρόποι σκέψης και ζωής.

 Η κατάρρευση της παράδοσης που παρατηρούμε σήμερα σχετίζεται ακριβώς με τα προβλήματα μετάδοσής της, ειδικά στα νεότερα χρόνια όπου αναδύθηκαν νέοι τρόποι σκέψης (εμπειρισμός, ορθολογισμός, διαφωτισμός, νεοτερικότητα, μεταμοντερνισμός κ.ά.) και οι όποιοι συνέβαλαν στην υπονόμευση της αποτελεσματικότητας της παράδοσης, η οποία σήμερα κατακερματίστηκε, υφίσταται δε η εκούσια σύνδεση μ' αυτήν σε ένα καθεστώς πάντως χαλαρότητας που ξεκίνησε ήδη στην πρώιμη νεοτερική περίοδο (15ος-16ος αι.).

Ωστόσο, ο D. Gross επισημαίνει ότι η παράδοση δεν έχει εξαφανιστεί ούτε εξέλειψε από τους ανθρώπους ολότελα η αίσθηση αναγκαιότητας της παράδοσης. Εξακολουθούν να επιβιώνουν παραδόσεις στον σύγχρονο δυτικό κόσμο που είναι εξαιρετικά εχθρικός απέναντί τους. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, και σήμερα βασικές ανάγκες του ανθρώπου -πέρα από τις βιολογικές- που σχετίζονται με την ανάγκη για παράδοση και επειδή οι άνθρωποι επιχειρούν να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες (αίσθηση ασφάλειας, σύνδεση με τους προγόνους, υπαρξιακές αναζητήσεις κλπ.) αναπόφευκτα επανεξετάζουν την παράδοση. Ασφαλώς αυτές οι παραδόσεις παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ή ανασυγκροτούνται σε νέες μορφές και επιβιώνουν κυρίως ως θραύσματα αξιών ή συμπεριφορών μακριά από τις αρχικές τους πηγές. Υπάρχουν και παραδόσεις που διατηρούνται στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, «αλλά με τίμημα τον εξορθολογισμό τους από το κράτος ή την εμπορευματοποίησή τους από την αγορά».

Για τον Gross έχει σημασία ότι αυτά τα υπολείμματα της παράδοσης που επιβιώνουν σήμερα αντιπροσωπεύουν κάτι το έτερον, το διαφορετικό. Αυτή η ετερότητα της παράδοσης την καθιστά πολύτιμη αφού, παρά τις πάγιες αντιδράσεις εναντίον της, μας υποχρεώνει -συχνά με τρόπο ενοχλητικό για την αυταρέσκεια μας- να επανεξετάζουμε τις «κατακτήσεις» της σύγχρονης ζωής, επανασυνδέοντάς μας με λησμονημένες ή υποτιμημένες δυνατότητες του παρελθόντος.

Θα ήταν χρήσιμο, παίρνοντας αφορμή από κάποια σημεία της σκέψης του Gross, να δούμε τη στάση μερίδας των σημερινών χριστιανών έναντι της παράδοσης. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι το κράτος χρησιμοποίησε στο παρελθόν την παράδοση λ.χ. σε περιπτώσεις εθνικής ασφάλειας και θέλοντας να τονώσει τους υπηκόους του στην ανάγκη αντιμετώπισης του εξωτερικού κινδύνου. Ενώ λοιπόν το κράτος προσφέρει την πλήρη υποστήριξή του μόνο σε εκείνες τις παραδόσεις με τις όποιες τα συμφέροντα του ταυτίζονται -και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα-, βλέπουμε σήμερα ότι ένα μέρος των χριστιανών φαίνεται να αγνοεί το γεγονός αυτό, προσπαθώντας να αναγκάσει το κράτος να υπερασπίσει τη χριστιανική παράδοση, ωσάν ποτέ το κράτος να εργάστηκε ανιδιοτελώς υπέρ της μιας ή της άλλης παράδοσης. Παράλληλα, ενώ τα κράτη δίνουν από μόνα τους έμφαση στον πατριωτισμό, στην εθνική δόξα και το ιστορικό μεγαλείο της «πατρώας γης», όταν χειρίζονται κρίσιμες εξωτερικές υποθέσεις ή έκτακτους εθνικούς κινδύνους (βλ. τη συχνότητα της χρήσης του όρου «πατριωτισμός» στην Ελλάδα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα χρόνια), βλέπουμε χριστιανούς να αναλαμβάνουν από μόνοι τους αυτόν το ρόλο , αντιμετωπίζοντάς τον σαν αυθεντικό χριστιανικό καθήκον και ενώ το ίδιο το κράτος ασχολείται με άλλες ανάγκες. Θέλω να πω ότι τα υπολείμματα της παράδοσης που ενίοτε χρησιμοποιεί το κράτος για να εδραιώσει την κυριαρχία του, τα έχουν εγκολπωθεί οι χριστιανοί θεωρώντας ότι αυτά τα υπολείμματα έχουν προαιώνια ισχύ. Για παράδειγμα, ο εθνικισμός ή η γέννηση παιδιών προς προάσπιση του έθνους-κράτους, η εμμονή στην τοπική παράδοση και ιδιαιτερότητα, ενώ από το ίδιο το κράτος μετασχηματίζονται επιτυχώς και ξαναπαρουσιάζονται -όταν οι ανάγκες το απαιτούν- στους ανθρώπους σαν πανάρχαιες αυθεντικές εθνικές παραδόσεις, πολλοί χριστιανοί θεωρούν τέτοιου είδους παραδόσεις-κατάλοιπα του εθνορομαντισμού ως προερχόμενες από τον ίδιο τον Θεό ή έστω ότι έχουν τις ρίζες τους στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, ενώ στην πραγματικότητα σ’ αυτές διακρίνονται σημαντικές επιρροές από σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα. Ασφαλώς είναι άλλης τάξης υπόθεση να επιδιώκεται μία συνεργασία μεταξύ κράτους και Εκκλησίας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και επ’ αυτού κανείς δεν θα είχε αντίρρηση, όπως ασφαλώς είναι άλλο πράγμα και το δικαίωμα της Εκκλησίας να εναντιώνεται σε πράξεις εμπάθειας εναντίον της από όχι μικρή μερίδα φανατικών της αθεΐας-κυρίαρχης ιδεολογίας στη χώρα μας.

Πέρα απ’ αυτά, ακόμη και η αποδοχή της χριστιανικής παράδοσης έστω και ως μιας ετερότητας, είναι μάλλον απίθανη στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, αφού η χριστιανική παράδοση θα αποτελεί μόνιμο πρόσκομμα σε μια κοινωνία που αρνείται ηθικές οριοθετήσεις (τι είναι καλό και κακό), εκτός βέβαια αν οι χριστιανοί στρογγυλέψουν αρκετά τις απαιτήσεις της πίστης τους, παρουσιάζοντας τον χριστιανισμό απλά ως υπόθεση γούστου. Στην Ελλάδα μάλιστα μπορεί να είναι ανεκτά, εκ μέρους της κυρίαρχης ιδεολογίας, όλων των ειδών τα μηνύματα, ένα μήνυμα όμως της Εκκλησίας αποτελεί συχνά τεκμήριο οπισθοδρόμησης, συντηρητισμού και ανορθολογισμού.

Παραμένει βέβαια αναπάντητο και το ερώτημα αν η χριστιανική παράδοση έχει τη δυναμική να επιβιώσει ως κυρίαρχη παράδοση, δίχως τη βοήθεια του παντοδύναμου σήμερα κράτους. Το γεγονός αυτό οφείλει να μας κάνει να αναρωτηθούμε σοβαρά αν η χριστιανική παράδοση είναι ουσιαστική και αν ναι, να επιμείνουμε σε μία ουσιαστική ακριβώς συμμετοχή σ’ αυτή την παράδοση, δίχως απαιτήσεις γενικότερης αναγνώρισης και αποδοχής από το κράτος, το όποιο ήδη κωδικοποίησε τις εμπειρίες, τις άξιες και τις απαιτήσεις των σημερινών ανθρώπων πολύ πέραν των αντίστοιχων χριστιανικών. Έτσι μπορεί να ξαναέρθουν στην επιφάνεια ζητήματα όπως αυτά της αυθεντικότητας και του αντιστασιακού ήθους των χριστιανών, δίχως μάλιστα τον κίνδυνο να κινητοποιηθούν εναντίον τους οι μηχανισμοί διακωμώδησης της κυρίαρχης ιδεολογίας .

Οι περισσότεροι χριστιανοί πάντως αρκούνται καταπώς φαίνεται σε μία συμβολική συμμετοχή στην παράδοσή τους. Και όπως λέει ο Gross, «η συμμετοχή σε κάποια ουσιαστική παράδοση, εν αντιθέσει προς μία συμβολική, πιθανόν να απαιτεί τη ριζική αλλαγή της ζωής μας και όχι απλώς του στυλ ζωής. Θα σήμαινε την αφομοίωση συγκεκριμένων παραδοσιακών συνηθειών του νου ή υποδειγμάτων συμπεριφοράς αντί της σκέτης προσκόλλησης σε εμβλήματα η συμπράγκαλα της παράδοσης». Το δίχως άλλο, τα σύμβολα σε μία παράδοση κατέχουν σημαντική θέση, αλλά ο ρόλος τους είναι να παραπέμπουν στη ζωή και την αλήθεια, χωρίς όμως να την εξαντλούν. Γεγονός είναι ότι, όταν αυτά τα σύμβολα και οι εικόνες της παράδοσης δεν συμβάλλουν με ουσιαστικό τρόπο στη διατήρηση μιας ήδη ζωντανής παράδοσης, τότε υπάρχουν μόνο ως μία προσπάθεια τεχνητής ανασύστασης του παρελθόντος στο παρόν, εκ προοιμίου αποτυχημένης.

Νομίζω ότι αυτή η στάση αρκετών χριστιανών έναντι της παράδοσής τους αποτελεί τον πιο πρόσφορο τρόπο μετασχηματισμού της σε έθιμο. Στην καλύτερη περίπτωση.

Γιώργος Μπάρλας

Φύλακας του αδελφού μου

Εκδόσεις: ΕΝ ΠΛΩ