Πεζά κείμενα

G. K. Chesterton – Η δυσπιστία του πατρός Μπράουν

κεφ. Η κατάρα του χρυσού σταυρού

Εκδόσεις Μάγμα 2019, σελ 164-167

Ο G. K. Chesterton (1874-1936) γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέθανε στο Beaconsfield. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου και άσκησε έντονη κοινωνική κριτική. Επηρέασε τον Bernard Shaw, την Agatha Christie και πολλούς άλλους και επαινέθηκαν τα έργα και η σκέψη του από πλείστους όσους. Έγινε η αφορμή –με το βιβλίο του «Everlasting Man» (που μετέφρασαν και θα εκδώσουν οι εκδ. ΙΩΝΑΣ)– να γίνει χριστιανός ο C. S. Lewis και όπως έγραψε ο T. S. Eliot: ο Chesterton… «αξιώνει τη δέσμευσή μας πως το έργο που (εκείνος) έκανε στον καιρό του θα συνεχίζεται στον δικό μας»!!   

«Ένας μόνο άνθρωπος;» επανέλαβε σχεδόν μηχανικά ο πατήρ Μπράουν.

«Ένας μόνο· κι αυτός παράφρων, εξ όσων γνωρί­ζω», απάντησε ο καθηγητής Σμάιλ. «Είναι μεγάλη ιστορία και, κατά κάποιον τρόπο, αρκετά βλακώδης».

Έκανε άλλη μια παύση, ξανάρχισε τα σχέδια με το δάχτυλό του στο τραπεζομάντιλο κι έπειτα συνέχισε: «Μάλλον είναι καλύτερα να πάρω τα πράγματα από την αρχή, μήπως και καταφέρετε να εντοπίσετε κάποια λεπτομέρεια στην ιστορία που εγώ δεν έχω προσέξει. Η περιπέτεια ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, όταν έκανα κάποιες έρευνες από προσωπικό ενδιαφέ­ρον για τις αρχαιότητες της Κρήτης και των ελληνικών νησιών. Το μεγαλύτερο μέρος τους, στη πραγματικότητα, το έφερα εις πέρας μόνος μου· κάποιες φορές με την προσωρινή, αν και καθόλου ευγενική, βοήθεια των ντόπιων και κάποιες άλλες κυριολεκτικά ολομό­ναχος. Κάπως έτσι ανακάλυψα έναν λαβύρινθο από υπόγειες στοές που οδηγούσαν τελικά σ’ έναν σωρό από πολύτιμα αρχαιολογικά κατάλοιπα, θραύσματα διακοσμητικών στοιχείων ή σκόρπια πετράδια, τα οποία θεώρησα ως ερείπια κάποιας Αγίας Τράπεζας. Εκεί βρήκα και τον παράξενο εκείνο χρυσό σταυρό. Μελετώντας το εύρημά μου παρατήρησα στην πίσω όψη του τον Ιχθύν, εκείνο το παλαιοχριστιανικό σύμ­βολο, σχεδιασμένο, όμως, με τρόπο διαφορετικό απ’ τον συνήθη. Φαινόταν αρκετά ρεαλιστικό, λες κι ο καλλιτέχνης της εποχής δεν επιθυμούσε τόσο να το σχεδιάσει με το συμβατικό του κυκλικό περίβλημα ή στεφάνι, αλλά περισσότερο σαν πραγματικό ψάρι. Μου φάνηκε ότι ήταν κάπως πεπλατυσμένο από τη μια μεριά, στοιχείο που δείχνει ότι στόχος του χαρά­κτη δεν ήταν τόσο η δημιουργία ενός γεωμετρικού διακοσμητικού μοτίβου όσο η ρεαλιστική αποτύπωση μιας πρωτόγονης ή άγριας μορφής ζωής.

«Για να σας εξηγήσω πολύ συνοπτικά τη σημα­σία της ανακάλυψής μου, πρέπει να σας αποκαλύψω τον στόχο της ανασκαφής. Πρώτα απ’ όλα επρόκειτο, κατά κάποιο τρόπο, για την ανασκαφή μιας ανα­σκαφής. Δεν αναζητούσαμε μόνο αρχαιότητες, αλλά και ίχνη των αρχαιοδιφών της Αρχαιότητας. Είχαμε λόγους να πιστεύουμε -ή έτσι, έστω, θεωρούσαν ορισμένοι από εμάς- ότι αυτές οι μινωικές στοές, όπως η περίφημη εκείνη που ταυτίστηκε με τον λαβύρινθο του Μινώταυρου, δεν παρέμειναν ασύλητες, στο πέρασμα των αιώνων και μέχρι τις μέρες μας. Πιστεύαμε ότι τα υπόγεια αυτά μέρη, που θα μπορούσα να αποκαλέσω υπόγειες πόλεις ή χωριά, είχαν ήδη συληθεί κατά και­ρούς στο παρελθόν. Ως προς τα κίνητρα των τυμβωρύ­χων υπάρχουν ποικίλες θεωρίες. Σύμφωνα με κάποιες, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν διατάξει την επίσημη εξερεύνηση τους καθαρά από επιστημονική περιέργεια. Σύμφωνα με κάποιες άλλες, η ξέφρενη μόδα για τις κάθε λογής σκοτεινές ασιατικές δεισιδαιμονίες κατά την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε στη δη­μιουργία κάποιας Μανιχαϊκής σέχτας, οι οπαδοί της οποίας αναστάτωναν τα υπόγεια σπήλαια με τα όργια τους, προσπαθώντας να τα κρατήσουν μακριά απ’ το φως του ηλίου. Εγώ ανήκω στην ομάδα των επιστημό­νων που θεωρούσε ότι τα σπήλαια χρησιμοποιήθηκαν όπως ακριβώς και οι κατακόμβες. Πιστεύαμε, δηλαδή, ότι κατά τη διάρκεια των διωγμών που εξαπλώθηκαν ραγδαία, σαν πυρκαγιά, σ’ όλη την Αυτοκρατορία, οι χριστιανοί κρύβονταν σ’ εκείνους τους αρχαίους, πέ­τρινους παγανιστικούς λαβυρίνθους. Αντιλαμβάνεστε, επομένως, τον φρενήρη ενθουσιασμό μου όταν βρή­κα εκεί κάτω πεσμένο τον χρυσό σταυρό και είδα το σχέδιο που απεικόνιζε· την ευτυχία που ένιωσα όταν, βγαίνοντας στο φως της ημέρας και κοιτάζοντας ψηλά, στο γυμνό πέτρινο περιτείχισμα που εκτεινόταν ατε­λείωτα κατά μήκος αυτών των υπόγειων στοών, είδα εκεί σκαλισμένο, με ακόμα πιο αδρό τρόπο, πέρα από κάθε αμφιβολία, το σχήμα του Ψαριού.

Κάτι πάνω του το έκανε να μοιάζει με απολίθωμα ψαριού ή κάποιου στοιχειώδους οργανισμού, παγιδευμένου αιώνια σε μια παγωμένη θάλασσα. Δεν μπορούσα να συλλάβω αυτόν τον συμβολισμό, φαινομενικά ασύνδετο με το απλό σχέδιο που ήταν σκαλισμένο στην πέτρα. Έπιασα, όμως, τον εαυτό μου να σκέφτε­ται υποσυνείδητα πως οι πρώτοι χριστιανοί πρέπει να έμοιαζαν με ψάρια: αμίλητοι κάτοικοι ενός παρηκμασμένου κόσμου, μες στο λυκόφως και τη σιωπή, ριγμένοι βαθιά, κάτω απ’ τα βήματα των ανθρώπων, κινούμενοι στο σκοτάδι ενός σιωπηλού κόσμου

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση