- Συγγραφέας: Γιανναράς Χρήστος
Σέβομαι τους φίλους μου (και τους μη φίλους) που έχουν απορρίψει το επίμοχθο άθλημα της μεταφυσικής αναζήτησης και προτιμάνε τη δογματική πίστη στο «μεγαλειώδες και ανιδιοτελές Τίποτα». Όμως δεν μπορώ να συγκρατήσω την έκπληξη μου, κυρίως ως δάσκαλος, όταν οι ίδιοι θέλουν ταυτόχρονα να εμφανίζονται και μαχητικοί υπερασπιστές της Λογικής και μάλιστα της αρχαιοελληνικής!
Δεν πρόκειται για άγνοια, είμαι σίγουρος. Αποκλείεται άνθρωποι φανερά πολύπλευρης κατάρτισης να μην έχουν ανοίξει ποτέ τους Προσωκρατικούς, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Πλωτίνο, ή έστω κάποιο στοιχειώδες εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Αποκλείεται να αγνοούν ότι η αναζήτηση εντοπισμού της αιτίας, η αναγωγή σε αιτιώδη αρχή του υπαρκτού, η λογική συσχέτιση της κίνησης με την ανάγκη ύπαρξης πρώτου κινούντος, είναι θεμελιώδες σταθερές στην κριτική λειτουργία της αρχαιοελληνικής σκέψης. Ότι αυτό το έκτακτο για την ανθρώπινη Ιστορία θαύμα, που είναι η ανάδυση κριτικού ελέγχου της γνώσης (κανόνων του «ορθώς διανοείσθαι») στην Αρχαία Ελλάδα, αρθρώνεται με κέντρο τη μεταφυσική: Κορυφώνεται στην πλατωνική, αριστοτελική, πλωτινική θεολογία. Εκφράζεται δραματουργικά στην τραγωδία, εικαστικά στη γλυπτική αγαλμάτων θεών και στην αρχιτεκτονική ναών. Γεννάει την πολιτική και τη δημοκρατία ως κοινό άθλημα «κατ' αλήθειαν βίου».
Αποκλείεται οι λάτρεις του «μεγαλειώδους και ανιδιοτελούς Τίποτα» να αγνοούν αυτά τα βασικά και στοιχειώδη της αρχαιογνωσίας. Να μην κατανοούν ότι ο δικός τους ηρωικός μηδενισμός αντιστρέφει τους όρους της αρχαιοελληνικής (τουλάχιστον) αιτιακής λογικής, την ακυρώνει. Το πρόβλημα τους δεν μπορεί να είναι η άγνοια.
Αποκλείω την άγνοια και προκειμένου να αιτιολογήσω τις απόψεις που εκθέτουν δημόσια οι φίλοι μου (ή και μη φίλοι) για το Χριστιανισμό και τη σχέση του με τον Ελληνισμό. Δεν γίνεται, δεν δικαιολογείται να είναι από αμάθεια που παρασύρονται άνθρωποι με ξεχωριστή μόρφωση και καλλιέργεια σε τόσο προκλητικές διαστρεβλώσεις της ιστορίας. Που εκφράζονται (αξιώνοντας εγκυρότητα λόγου) με επιχειρήματα προπαγανδιστικής μπροσούρας. Που τσιμπολογούν επιλεκτικά από την ιστορία περιθωριακά συμπτώματα κοινωνικής ψυχοπαθολογίας, για να εμφανίσουν σαν κύριο γνώρισμα του Χριστιανισμού το μίσος και το μένος για την Αρχαία Ελλάδα, τη φιλοσοφία της, την τέχνη της, το πολιτικό της κατόρθωμα. Δεν μπορεί από άγνοια να προβάλλουν ισχυρισμούς που προκαλούν το γέλωτα στην επιστημονική κοινότητα: ότι ο Χριστιανισμός ήταν δέσμιος στον «ασιατικό δεσποτισμό»(!), ότι θεμελίωσε το κήρυγμα του σε «βιώματα δούλων υποταγμένων σε αυθέντες», σε «ανορθόλογους μυστικισμούς» και «άλογα δόγματα».
Είμαι σίγουρος ότι στις βιβλιοθήκες των φίλων που είναι δογματικά προσηλωμένοι στο «μεγαλειώδες και ανιδιοτελές Τίποτα» υπάρχουν σοβαρά μελετήματα, ικανά για την αποφυγή κωμικών προπαγανδιστικών προκαταλήψεων. Ξέρω ότι έχουν κατά καιρούς κάτι τουλάχιστον ακούσει για τον όρο «εκκλησία» που δήλωσε από την αρχή την ταυτότητα του Χριστιανισμού. Σίγουρα γνωρίζουν ότι, όπως οι Αθηναίοι συνέρχονταν στην «εκκλησία του δήμου» όχι για να συζητήσουν απλώς και να συσκεφθούν, αλλά πρωτίστως για να συγκροτήσουν «πόλιν», δηλαδή τον τρόπο του «κατ' αλήθειαν βίου», τη μίμηση της λογικής κοσμικής αρμονίας και τάξης, έτσι και οι Χριστιανοί συνέρχονται για να πραγματώσουν και φανερώσουν την «εκκλησία» επίσης ως τρόπο του «κατ' αλήθειαν βίου», υπαρκτική μίμηση του τριαδικού κοινωνικού γεγονότος της όντως ελευθερίας.
Ξέρουν ασφαλώς ότι ο Ωριγένης, ο Ειρηναίος, οι Καππαδόκες, ο Μάξιμος, ο Δαμασκηνός, ο Γρηγόριος Παλαμάς παραλαμβάνουν τους προβληματισμούς του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού λόγου για να συνεχίσουν την ίδια «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας», δοκιμάζοντας τον εμπειρισμό και ρεαλισμό της χριστιανικής οντολογίας στο πεδίο των κριτικών απαιτήσεων της ελληνικής γνωσιοθεωρίας. Ότι η εκκλησιαστική «ευχαριστία» συνεχίζει οργανικά την αποκαλυπτική δραματουργία της ελληνικής τραγωδίας. Ότι η εκκλησιαστική Εικόνα βασίζεται στην ίδια αφαιρετική αναγωγή (από το περιστασιακό και νατουραλιστικό στη θέα του όντως υπαρκτού) που επεδίωκε και το αρχαιοελληνικό γλυπτό. Ότι ανάλογη είναι η συνέχεια και στην αρχιτεκτονική και στη μουσική, με την ίδια ελληνική εμμονή στην κατάδειξη της αλήθειας και όχι της αισθητικής απλώς τέρψης στην αρμονία.
Πασίγνωστα πράγματα. Η λέξη «δόγμα» με τη σημερινή σημασία, δεν υπάρχει στη γλώσσα της αδιαίρετης χριστιανικής Εκκλησίας - οι οικουμενικές σύνοδοι καταγράφουν τις αποφάσεις τους ως «όρους», δηλαδή όρια - οριοθετήσεις της λαϊκής εμπειρίας την οποία και μόνο εκφράζουν. Η λέξη «πίστη» σήμαινε πάντοτε για την Εκκλησία «εμπιστοσύνη» άθλημα αγαπητικής αυθυπέρβασης για τη μετοχή στην κοινή εμπειρία.
Αποκλείεται να στερούνται τέτοια στοιχειώδη πληροφόρηση οι φίλοι μου εραστές του «μεγαλειώδους και ανιδιοτελούς Τίποτα». Έστω στην σε όλους προσιτή «Ιστορία του Ελληνικού έθνους» (της «Εκδοτικής Αθηνών»), θα μπορούσαν να ξεφυλλίσουν το κλασικό μελέτημα «Ελληνισμός και Χριστιανισμός - η συνάντηση των δύο κόσμων» (στον 6ο τόμο) του ακαδημαϊκού Ιωάννη Ζηζιούλα. Αλλά αποφεύγουν συστηματικά τέτοια επικίνδυνα αναγνώσματα, δεν τους ενδιαφέρει ο κριτικός έλεγχος των απόψεων τους. Προτιμούν να εκτίθενται με κωμικές παιδαριωδίες περί «ασιατικού δεσποτισμού»και «ανθελληνικής μανίας» των Χριστιανών. Γιατί;
Η απάντηση που διαφαίνεται είναι μάλλον μία: Όπως η θαυμαστή αρχαιοελληνική παράδοση διαστρεβλώθηκε σε αφελή νοησιαρχία και «ουμανιστικό» ηθικισμό· όπως το εκκλησιαστικό γεγονός αλλοτριώνεται συχνότατα σε θρησκοληψία νομικισμού και χρησιμοθηρίας· έτσι και ο σεμνός έντιμος αγνωστικισμός μεταποιείται σε μαχόμενη ιδεολογία, σε φανατισμένη προπαγάνδα, προκειμένου να εξωραϊστεί ο ψυχολογικός πανικός που καλύπτεται πίσω από την άλογη πίστη στο «μεγαλειώδες και ανιδιοτελές Τίποτα».
Άλλη ερμηνεία για την πεισματική αυτή άρνηση της λογικής, της Ιστορίας και της απροκατάληπτης έρευνας εγώ δεν βρίσκω.