- Συγγραφέας: Merton Thomas
Πώς ο χριστιανός του 20ου αιώνα διαβάζει τα Ευαγγέλια και ειδικά την Ευαγγελική ιστορία για τη Γέννηση του Χριστού του Κυρίου μας;
Αυτή δεν είναι απλά μια τετριμμένη ερώτηση, που ο συγγραφέας μαζί με τον καθένα μας προχωρώντας μπορεί να την παρακάμψει με ελαφρότητα, χρησιμοποιώντας μερικές συνηθισμένες και αισιόδοξες γενικότητες. Είναι ένα θέμα που αφορά σοβαρά κάθε πιστό, αφού σχεδόν κάθε χριστιανός πλέον τώρα ξέρει ότι τα Ευαγγέλια και ειδικά τα σχετικά με τη Γέννηση έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση και θεωρούνται "μύθοι".
Αν είναι έτσι τα πράγματα, πώς πρέπει να τα διαβάζουμε; Πρέπει να λαμβάνουμε υπ όψιν προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια, να εξετάζουμε τι έχουν πει οι κριτικοί, να απορρίπτουμε όλα όσα εκείνοι έχουν απορρίψει, και να κρατάμε μόνον όλα όσα έχουν κρατήσει; Έτσι θα συμμορφωθούμε με την άποψη της επιστήμης; Αλλά αυτές οι κριτικές βεβαιότητες θα μας περιορίσουν "σε μια δίαιτα χαμηλή σε πρωτεΐνες", που θα βασίζεται σε ένα ή δύο επιβεβαιωμένα γεγονότα, που όλοι πρέπει να αποδέχονται. Μπορεί ο σύγχρονος χριστιανός να συντηρήσει την πίστη του με τέτοια Σπαρτιάτικη διατροφή; Ή θα πρέπει απλά να αγνοήσει όλα αυτά, να υιοθετήσει μια φονταμενταλιστική θέση και να ισχυρίζεται ότι κάθε λέξη πρέπει να την παίρνουμε στην κυριολεξία της, ίσως ακόμη και να προσφέρει δυνατές απολογητικές δικαιολογίες, για όλα εκείνα τα ζητήματα, που η απλή και απλοϊκή πίστη παλιά δέχονταν χωρίς συζήτηση; Αυτή, δυστυχώς, είναι μια άκαμπτη και αφύσικη στάση, που ενώ μπορεί να φαίνεται ότι επιβάλλεται με την απλότητά της, οδηγεί σε μια διαστρέβλωση του χριστιανικού μηνύματος και τελικά στερείται ταπείνωσης και σεβασμού απέναντι στις δύσκολες πραγματικότητες και περιστάσεις.
Αναμφίβολα είναι απερισκεψία για κάποιον που δεν είναι μελετητής των γραφών να κάνει τέτοιες πολύπλοκες ερωτήσεις αφού δε μπορεί ούτε καν να αρχίσει να τις χειρίζεται τεχνικά! Αλλά το θέμα είναι, ότι ενώ σαφώς υπάρχει λόγος για μια σύγχρονη τεχνική και κριτική προσέγγιση στο κείμενο και στα φιλολογικά σχήματα-διατυπώσεις του Ευαγγελίου, και ενώ πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για την συνεισφορά μιας τέτοιας επιστημονικής μελέτης, παραμένει ωστόσο για τον καθένα, ειδικό μελετητή ή όχι, ένας τρόπος πάνω απ᾿ όλους για να διαβάσει ή να ακούσει το Ευαγγέλιο της γέννησης· ο τρόπος που η Εκκλησία πάντοτε το διάβαζε και το άκουγε στον εορτασμό των Χριστουγέννων.
Κατ᾿ αρχήν η Εκκλησία δεν θεωρούσε τις διηγήσεις του Ευαγγελίου σαν αυστηρή επιστημονική ιστορία, αλλά σαν κηρυγματικές αφηγήσεις, που περιείχαν την αλάνθαστη αλήθεια της αποκάλυψης. Δεν αμφισβητούσε τα γεγονότα ή την ειλικρίνεια αυτών που τα διηγούνταν, γιατί περιείχαν την δική της αλήθεια. Δεν στοχαζόταν με έπαρση τις αφηγήσεις για να αποφασίσει ή να αποφανθεί πόσο ήταν ιστορικές και πόσο απλά ποιητικές. Την απασχολούσε η μία αλήθεια, η αποκάλυψη, η φανέρωση της σωστικής αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Η αποκάλυψη αυτής της αλήθειας περικλειόταν στην σχετική εμπειρία αυτών που ήταν μάρτυρες των γεγονότων ή συμμετείχαν στους καρπούς του πνεύματος, που δόθηκε στην κοινότητα των πιστών. Το Ευαγγέλιο της γέννησης, όπως κηρύττεται σήμερα στην σύναξη των πιστών παρουσιάζει για μια ακόμη φορά την συνείδηση της Εκκλησίας για την σωτηρία της και την ενότητά της με τον ένσαρκο Λόγο.
Αυτή είναι η ομολογία της και ο εορτασμός αυτού του μεγάλου γεγονότος.
Ας πούμε αμέσως ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε αυτούς που "απομυθοποιούν" εφόσον κατανοούμε το Ευαγγέλιο μ᾿ αυτήν την παραπάνω έννοια. Θα βρούμε πράγματι, ότι οι προσπάθειές τους, όσο ριζοσπαστικές κι αν φαίνονται, και όσο κι αν διαφωνούμε μαζί τους, πάνω σε ορισμένα σημεία, τείνουν γενικά να προβάλλουν ακριβώς αυτό:
Το Ευαγγελικό μήνυμα θεολογικά σχετίζεται, και το περιεχόμενό του κατανοείται, μ᾿ ένα έγκυρο και αληθινό Ευαγγελικό τρόπο, όταν γίνεται αποδεκτό με τον τρόπο που η Εκκλησία εξ᾿ αρχής το είχε αναγγείλει και διακηρύξει. Ωστόσο το έργο της "απομυθοποίησης" φαίνεται και σαν ένα είδος νοηματικού εξαγνισμού αυτής της διηγήσεως.
Εφ᾿ όσον το διακόνημα του μοναχού στην Εκκλησία είναι να διατηρεί ζωντανή αυτή την αρχέγονη γνώση της Βίβλου, την εμπειρία να διαβάζει κανείς την βίβλο in lectio divina και να την "ακροάζεται" στην τέλεση της θ. Λειτουργίας. Μπορούμε με εμπιστοσύνη να διαπραγματευθούμε το θέμα μας, σαν ένα μοναστικό διάβασμα των Ευαγγελίων της Γέννησης, όχι όμως χωρίς να δίνουμε την πρέπουσα προσοχή στη σύγχρονη κριτική. Αυτό εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται σαν ένα ασυνήθιστα δύσκολο έργο. Δεν ήταν οι μοναχοί χειρότεροι απ᾿ όλους τους ενόχους, όταν συνέβαινε να προσθέτουν αλληγορία στο μύθο;
Υπάρχουν περισσότερα από ένα είδος μοναστικού διαβάσματος της βίβλου. Συνήθως, συλλογιζόμαστε τη μοναστική ή τη θεωρητική προσέγγιση, με βάση την Ωριγενιστική παράδοση η οποία είχε μεγάλη επιρροή κατά τον Μεσαίωνα, όπως έχει με πληρότητα καταδείξει ο πατήρ Henry De Lubac και που σήμερα δεν έχει μεγάλη πέραση. Αυτή είναι η τυπολογική μερικές φορές ονομαζόμενη μυστική και μερικές φορές καταχρηστικά αλληγορική ερμηνεία των Γραφών. Αυτό όμως δεν αποτελεί εδώ το άμεσο μέλημά μας. Υπάρχει μια άλλη απλούστερη προσέγγιση, εκείνη των παλαιοτέρων μοναχών, (δεν ήταν όλοι απ᾿ αυτούς οπωσδήποτε Ωριγενιστές) οι οποίοι απλά ήθελαν να ακούσουν το καθαρό μήνυμα του Ευαγγελίου, το Λόγο του Θεού μέσα στην Εκκλησία Του, όπως διακηρύσσεται και κατανοείται από την Εκκλησία Του. Ήθελαν να ανακαλύψουν το Θεό όπως ο ίδιος αυτοφανερώθηκε μέσα από τον Λόγο του, και όχι απλά θρησκευτικές ιδέες για την ζωή και την αρετή, που αριστοτεχνικά έχουν υφανθεί μέσα στις ιερές αφηγήσεις.
Εξ αρχής η Εκκλησία και μαζί της οι μοναχοί θεώρησε την βιβλική θεολογία σαν θεολογία του κηρύγματος της ιερής εξιστόρησης και ιερουργίας. Το Θεολογικό περιεχόμενο της Βίβλου έχει ξεκαθαρίσει και διαλευκανθεί πάνω απ᾿ όλα, από την Εκκλησιαστική συνείδηση των πιστών, από την ίδια την Εκκλησία ακόμα ως νύμφη του πνεύματος, όταν εν Πνεύματι οι λέξεις εμπνευσμένες κατανοούνται και γίνονται δεκτές από τις καρδιές όλων όσων λαμβάνουν μέρος στην θ. Λειτουργία.
Οι ομιλίες και εξηγήσεις των πατέρων πρέπει να διαβάζονται μέσα σ᾿ αυτό το πλαίσιο. Πράγματι τα ιερά κείμενα διαμορφώθηκαν μέσα σ᾿ αυτή την ατμόσφαιρα, χώρο της διακήρυξης, ομολογίας, και λειτουργίας. Αυτό είναι ακριβώς ένα γεγονός που έχει προβληθεί από τη συστηματική κριτική.
Επομένως το Ευαγγέλιο της Γέννησης δεν είναι απλά η γλυκιά παραμυθητική ιστορία μιας Παρθένου Μητέρας και ενός όμορφου Βρέφους πάνω στην φάτνη, μια ιστορία που κάνει έκκληση στην καρδιά μας και μας φέρνει πίσω, μια φορά το χρόνο, στην απλότητα της δικής μας χαμένης παιδικής ηλικίας. Αντιθέτως, είναι η επίσημη διακήρυξη ενός γεγονότος, που άλλαξε όλη την ιστορία: Ο ερχομός του Μεσσία, του κεχρισμένου βασιλιά και Υιού του Θεού, του Λόγου που έγινε σάρκα και εσκήνωσε ανάμεσά μας, όχι μόνο για να αναζητήσει και να σώσει εκείνον που είχε χαθεί-πλανηθεί, αλλά και για να εγκαταστήσει την Βασιλεία του, την εσχατολογική Βασιλεία και έτσι να φανερώσει την πληρότητα του χρόνου και την τελείωση της ιστορίας. Είναι η αναγγελία ενός καίριου εσχατολογικού γεγονότος: η απελευθέρωση απ᾿ όλους τους ημιτελείς και κομματιασμένους θρησκευτικούς τύπους και σχήματα, η απελευθέρωση απ᾿ ό,τι ο Παύλος ονομάζει απλά στοιχεία της επίγειας θρησκείας και φιλοσοφίας. Με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου η Εκκλησία αναγγέλει και διατρανώνει την ολοκλήρωση του σχεδίου του Θεού. «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γεννόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσει, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν" (Γαλάτας 4, 4-5).
Η γέννηση του Υιού του Θεού είναι όπως οι συγγραφείς μοναχοί του Μεσαίωνα σωστά κατάλαβαν, ακολουθώντας τους πατέρες της Εκκλησίας, η δική μας γέννηση σ᾿ ένα νέο πεδίο-κατάσταση. Μία ανύψωση του ανθρώπου σε μια θεϊκή υιική κατάσταση. Ένα άνοιγμα με εντελώς καινούργιες δυνατότητες για την ανθρωπότητα, δια του Χριστού, ο οποίος είναι Θεός και άνθρωπος.
Το μήνυμα της Γέννησης δεν είναι μόνο μήνυμα χαράς αλλά της Όντως Χαράς. Η μεγάλη χαρά που όλοι οι άνθρωποι του κόσμου πάντοτε περίμεναν χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως τι ήταν! Είναι η χαρά της εσχατολογικής ολοκλήρωσης, που αναζητάμε στα βάθη των καρδιών μας, μιας και είμαστε προικισμένοι με συνείδηση, και την ικανότητα να φτιάξουμε ή να χαλάσουμε την ζωή μας, αποφασίζοντας ανάμεσα στις δυνατότητες που μας παρουσιάζονται.
Ο άνθρωπος είναι γεννημένος για τη ζωή. Αυτό φανερώνεται όχι μόνο στην Βίβλο αλλά και στην ίδια την φύση του ανθρώπου. Με αυτό δεν εννοούμε ακριβώς ότι ο άνθρωπος έχει μια πνευματική αρχή, μια υπόσταση που είναι αδιάφθορη και αθάνατη, την ψυχή του, αλλά, ότι όλος ο άνθρωπος, σαν ένα ον ικανό να αποφασίζει, να αγαπά και να "παραδίνεται", προσανατολίζεται, τείνει προς μια τελειότητα ζωής η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια ολοκληρωτική αυτοπροσφορά, η οποία φτάνει σε πληρότητα αγάπης πέρα από κάθε ανθρώπινη εμπειρία η κατανόηση.
Όμως αυτή η απεριόριστη φυσική δυνατότητα είναι, προς λύπη μας όπως αποκαλύπτεται στην πράξη, τόσο περιορισμένη, τόσο ελαττωμένη, τόσο ανικανοποίητη, και τόσο διφορούμενη ώστε δεν γεννά ελπίδα, αλλά μόνον απελπισία. Πράγματι η ασάφεια και η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ελπίδας μας, είναι μερικές φορές τόσο έντονη, ώστε θα ᾿λεγε κανείς ότι ευτελίζει την ίδια την ζωή και την κάνει μια τέλεια παρωδία. Όμως τώρα στην Γέννηση του Χριστού έχουμε την αγγελία της μεγάλης χαράς. Σ᾿ αυτήν όλες οι ασάφειες και οι αβεβαιότητες ξεκαθαρίζουν, και όλοι οι άνθρωποι έχουν μια σαφή δυνατότητα επιλογής, η οποία όχι μόνο τους βοηθάει να συναρμολογήσουν όλα τα κομμάτια της ζωής, που είχε ναυαγήσει από ατομικές αποτυχίες και σφάλματα, αλλά και δίνει και νόημα στη ζωή όλων των ανθρώπων όλων των εποχών. "Μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστί Χριστός Κύριος ἐν πόλει Δαβίδ" (κατά Λουκάν 2, 10-11).
Το Ευαγγέλιο της Γέννησης είναι λοιπόν η αγγελία της ζωής. Αυτός που ήρθε στον κόσμο ήρθε "ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι" (κατά Ιωάννη 10, 10), μια ζωή δηλαδή χωρίς όρια και περιορισμούς. Ο άγιος Ειρηναίος, ένας από τους παλαιότερους πατέρες, οικοδομεί την ανθρωπολογία του πάνω στο γεγονός ότι ο Θεός έγινε παιδί. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να ανακεφαλαιώσει όλο το έργο της δημιουργίας και όλη την ιστορία του ανθρώπου από τον Αδάμ. Ο Ειρηναίος δεν εφηύρε αυτήν την ιδέα, την πήρε από τον Απόστολο Παύλο (Εφεσ. 1, 10). Όταν ένας κόμπος πρόκειται να λυθεί η κλωστή πρέπει να πάει πίσω, από κει που είχε αρχικά περάσει, όταν ο κόμπος δενόταν. Ο Χριστός ήλθε για να εκπληρώσει το αρχικό στάδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Και άρχισε ξανά από την αρχή σαν δεύτερος Αδάμ να κάνει την δουλειά, που ο πρώτος Αδάμ είχε "πασαλείψει", δηλαδή να λύσει τον σκληρό κόμπο που εκείνος είχε δέσει με την αμαρτία. Συνεπώς εν Χριστώ βλέπουμε τον άνθρωπο, όπως προορίστηκε να είναι δηλαδή , παιδί του Θεού ικανό να αναπτύσσεται εν Θεώ! Ένα παιδί του οποίου η ανάπτυξη σε άνδρα σημαίνει ανάπτυξη-ωρίμανση με το να βρει τον εαυτό του μέσα στο Θεό και για το οποίο η ωριμότητα είναι η πληρότητα του κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωσιν με τον Θεό, εν Χριστώ (Εφεσίους 3, 14-20 και 4, 9-16). Με την απλή απαγγελία διάβασμα της Γέννησης, ο χριστιανός ο οποίος είναι συντονισμένος με όλη την Βιβλική αποκάλυψη, συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι ένας κόμπος, που με τον Χριστό έχει τελείως λυθεί. Το χριστιανικό κάλεσμα σε ελευθερία είναι ένα κάλεσμα για να γίνουμε σαν τον ίδιο τον Χριστό, ένα λυμένος κόμπος.
Μ αυτή την έννοια το μήνυμα των Χριστουγέννων είναι εσχατολογικό. Είναι αποκάλυψη και εορτασμός, πανηγύρι της νέας εποχής στην οποία ζούμε και στην οποία η ανθρωπότητά μας, έχει αποκατασταθεί, χωρίς εμπόδια και μπερδέματα εν Χριστώ, ή με την χάρη του Χριστού. Νοιώθουμε τη νέα γέννηση και την παιδικότητα χάρη στην τέλεια φιλολογική επιδεξιότητα του Λουκά, που μας μεταδίδει αυτή την αλήθεια. Ακούγοντας την διήγηση της γέννησης από τον Λουκά συγκινούμαστε, όχι μόνο από την λογοτεχνική ποιότητα των λέξεων αλλά ακόμα περισσότερο από τους ταπεινούς θεολογικούς τόνους αυτού του μηνύματος, που έχει τόσο βάθος και πού είναι στην πραγματικότητα πολύ επαναστατικό, και το οποίο μόνο η Εκκλησία μπορεί πλήρως να κατανοήσει. Ξαναγεννιόμαστε, έχομε μια νέα δημιουργία χάρη στην ενσάρκωση του Λόγου.
Την ανθρώπινη υπόστασή μας την έχει "καταλάβει" και προσλάβει η Υπόσταση του Λόγου. Η ανθρώπινη υπόσταση, μετά απ᾿ αυτό δεν μπορεί ποτέ πια να είναι η ίδια. Οι δυνατότητες για ζωή και ολοκλήρωση-τελειοποίηση που είχαν κλείσει με τον Αδάμ ή μέσω του Αδάμ, και τις οποίες καμία θρησκευτική φιλοσοφία, καμία μυστηριακή λατρεία, καμιά σοφία αποκρυφιστική δεν μπόρεσε να τους ανοίξει ξανά τον δρόμο, τώρα μπορούν να γίνουν και πάλι δικές μας απλά επειδή είμαστε άνθρωποι τώρα που και ο Χριστός έγινε άνθρωπος!
Ωστόσο η κατανόηση αυτής της αλήθειας από την Εκκλησία είναι πολύ διαφορετική από κείνη που έχει κάποια αποκρυφιστική θρησκεία ή πνευματική φιλοσοφία. Δεν είναι ότι η φύση του ανθρώπου αποκαταστάθηκε στη ζωή, αλλά ότι κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και ον, έχει τη δυνατότητα επιλογής να δεχθεί ή να απορρίψει την νέα ζωή, που ο Χριστός προσφέρει. "Επειδή" μοιραζόμαστε την ανθρώπινη φύση την οποία προσέλαβε με την ενσάρκωση, γινόμαστε ικανοί γι αυτή την νέα ζωή. Όμως με την δική μας απόφαση σαν πρόσωπα, δηλαδή με το δικό μας πιστεύω, τη δική μας αποδοχή της ζωής στο πρόσωπο του Χριστού, με την απάντησή μας στην προσωπική και σωστική του αγάπη, η ανθρώπινη υπόστασή μας καταλαμβάνεται και μετασχηματίζεται και αναπλάθεται από το ζωοποιό Πνεύμα. Έτσι ο Χριστός γεννιέται με την δική μας φύση, για να μπορέσουμε εμείς να ξαναγεννηθούμε σαν πρόσωπα με όλη την σημασία της λέξεως.
Η όλη σημασία και αξία του προσώπου στον Χριστιανισμό έγκειται στο ότι αποκτά και πάλι το κατ᾿ εικόνα Θεού, την ομοιότητά του με το Θεό εν Χριστώ, μέσω του Πνεύματός Του. Αυτό στη συνέχεια κατορθώνεται μόνο με εκείνη τη σχέση της προσωπικής αγάπης που θεμελιώνεται στην Εκκλησία, με όλους αυτούς, που έχουν ακούσει το ίδιο μήνυμα και έχουν ανταποκριθεί σ᾿ αυτό, εν ενί πνεύματι. Αυτή η χάρη, αυτό το καταπληκτικό δώρο και η δυνατότητα, αυτή η δύναμη του να γίνει δηλαδή κανείς νέος άνθρωπος όχι μόνο ατομικά αλλά σαν Εκκλησία, αυτό είναι που διατρανώνεται στη μεγάλη χαρά του Ευαγγελίου της Γέννησης. Είναι το θεολογικό γεγονός που η Εκκλησία γιορτάζει στην Πασχαλινή Λειτουργία και το οποίο επεκτείνεται σε όλες τις γιορτές, ειδικά στα Χριστούγεννα. Οι λεπτομέρειες της γέννησης, ο τρόπος της αφήγησης, τα περιστατικά που επιλέγονται από κάθε Ευαγγελιστή, τα θεολογικά σημεία στα οποία καθένας τους δίνει έμφαση, όλα υπηρετούν στο να μας υπενθυμίζουν αυτή την εσωτερική αποκάλυψη, που η Εκκλησία μας αναγγέλλει στο κήρυγμά της και γιορτάζει στην λειτουργία της. Ο Ματθαίος, για παράδειγμα, θέλει να δείξει με πολλούς τρόπους ότι η Γέννηση του Χριστού είναι η εκπλήρωση των Μεσσιανικών προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Και επομένως με τον Χριστό όλες οι προσδοκίες της (της Παλαιάς Διαθήκης δηλαδή) ολοκληρώνονται και γίνονται σαφείς. Ο Λουκάς με μια ανθρώπινη και συμπαθητική γοητεία, προβάλλει αυτό που ο απόστολος Παύλος ονομάζει αγαθότητα και χρηστότητα του Θεού καθώς και την τρυφερή Του αγάπη για τον άνθρωπο. (Τίτου 3,4). Δεν μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσο ο Λουκάς κάθισε και τα κατέγραψε όλα με την υπαγόρευση της Ευλογημένης Μητέρας Του. Αλλά το γεγονός παραμένει: υπάρχει μια γυναικεία χροιά στην αφήγηση της Γέννησης σύμφωνα με τον Λουκά. Αυτή η τρυφερότητα, που είναι τόσο καλά εκφρασμένη στις εικόνες της Ρώσικης Εκκλησίας, διαποτίζει την θεολογική εικόνα της ευσπλαχνίας του Θεού για τον άνθρωπο, όπως καταφαίνεται στην ενσάρκωση. Η τρυφερή μητρική αγάπη είναι αδιάσπαστη από την όλη θεολογία της Μαρίας της μητέρας του Θεού.
Μπορούμε να συζητάμε μέχρι την Δευτέρα παρουσία για το αν ο άγγελος που παρουσιάστηκε στη Μαρία, ήρθε από το παράθυρο ή μέσω του τοίχου, αν ήταν μεσάνυχτα ή δέκα το πρωί, αν ήταν πράγματι άγγελος ή ίσως μια, απλά, φαεινή ιδέα! Το γεγονός όμως παραμένει ότι σ᾿ αυτή την αφήγηση της θαυματουργικής γέννησης του Κυρίου, όπως διατυπώνεται στην πρώτη Εκκλησία, έχουμε την αποκάλυψη της άπειρης "μητρικής ευσπλαχνίας" του Θεού για τους ανθρώπους. Μια αποκάλυψη που είναι όχι μόνον εντελώς αλάνθαστη, αλλά η οποία, χάρις στην ιδιαίτερη "θηλυκή χροιά" της λογοτεχνικής της έκφρασης, μας λέει κάτι μοναδικό, το οποίο με κανένα άλλον τρόπο δεν θα το αντιλαμβανόμασταν. Η μοντέρνα ψυχολογία μας κάνει γνωστούς, για παράδειγμα, τους αυστηρούς περιορισμούς μιας θεολογίας βασισμένης αποκλειστικά πάνω σε μια αυταρχική εικόνα του πατέρα, και τη σπουδαιότητα της έννοιας της υιότητας, στην οποία τα μυστήρια της μητέρας και του αγ. Πνεύματος είναι αναγκαία για να δώσουν όλο το νόημα της λυτρωτικής αγάπης του Σωτήρα, πάνω στο Σταυρό.
Τα Ευαγγέλια της Γέννησης μας παρέχουν κάτι από εκείνο το απαραίτητο θεολογικό στοιχείο για την σωτηρία μας. Τώρα, αυτό το μοναδικό σημείο του Θεϊκού ελέους, είναι το σημείο που τόσο δυνατά υποδηλώνεται στην ποίηση του Λουκά, αλλά που δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί στην επιστημονική γλώσσα. Είναι ακριβώς αυτό που η χριστιανική καρδιά σκιωδώς νοιώθει, ανταποκρινόμενη στο Ευαγγέλιο της Γέννησης, όπως διαβάζεται και κατανοείται από την Εκκλησία. Στη ζωντανή κατάσταση που διαμορφώνεται τώρα, χάρις στο λειτουργικό εορτασμό, χάρις στα Ευαγγέλια, ο Θεός κάνει ξεκάθαρο στο πιστό μέλος του Χριστού, το νόημα και την πραγματικότητα της ζωής, που όντως δέχεται μέσα στην καρδιά του από τον Χριστό, ακριβώς τη στιγμή που διαβάζει ή ακούει το μήνυμα της χαράς. Είναι αυτή ακριβώς η πνευματική πραγματικότητα και εμπειρία που οι συγγραφείς του μεσαίωνα προσπαθούσαν να δώσουν, με τον συχνά πλάγιο και μη εκλογικευμένο τρόπο τους, όταν εξηγούσαν το νόημα των Γραφών. Η "μεσαιωνική" εξήγηση, από επιστημονικής πλευράς, σπάνια ξεπερνά το επίπεδο μιας αυθαίρετης και παιδαριώδους αφέλειας. Όμως, σαν ένα θρησκευτικό γεγονός, σαν μια έκφραση της ζωντανής εμπειρίας του Χριστού μέσα στην Εκκλησία, είναι μερικές φορές μια μαρτυρία αδιαμφισβήτητη, αν και ο τρόπος έκφρασής της δεν είναι πια προσιτός στους περισσότερους ανθρώπους της εποχής μας.
Περιττό να πούμε ότι αυτό δεν αποτελεί καταφανή υπεράσπιση της συνηθισμένης χρήσης της αλληγορίας, όπου το κάθε τι σημαίνει και υπονοεί κάτι άλλο, και σαν αποτέλεσμα, τίποτα πια δεν συμβαίνει το συγκεκριμένο. Αλλά, ας αναλογιστούμε ότι, αν ένας άγιος Βερνάρδος, για παράδειγμα, ερμηνεύει ότι οι στάμνες με το νερό στο γάμο της Κανά σημαίνουν τα διάφορα μοναστικά τυπικά, τα οποία ο Χριστός θα τα μετατρέψει σε κρασί! Μ᾿ αυτό δηλώνει μια συγκεκριμένη θεολογική αλήθεια, η οποία αναφέρεται, σαν μήνυμα της καινούριας ζωής και της καινούριας δημιουργίας, σε μια ζωή όπου τα καλά έργα αποκτούν την σημασία τους, όχι από μια νομικίστικη ακρίβεια και υπηρεσιακή επιδοκιμασία, αλλά από την μεταμορφωτική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος. Αυτό είναι που προκύπτει σαν μήνυμα της καινούριας ζωής και της καινούριας δημιουργίας, από μια αυθεντική χριστιανική ανάγνωση-μελέτη των λειτουργικών κειμένων της περιόδου των Χριστουγέννων, χάρις στην ενσάρκωση.
Επομένως, αυτό είναι το κύριο σημείο μας. Τα Ευαγγέλια της Γέννησης, μας λένε πρώτα απ᾿ όλα, ότι η καινούργια ζωή μας δόθηκε χάρις στο Χριστό τον Κύριο, τον ενσαρκωμένο Λόγο. Ενώ λοιπόν μας αναγγέλλουν αυτό το γεγονός, το μήνυμα του Ευαγγελίου μας δίνει επίσης την δυνατότητα, με τον τρόπο που είναι εκπεφρασμένο, να αποκτήσουμε κάποια εμπειρία της μυστικής πραγματικότητας που αναγγέλλεται, και που ποτέ δεν μπορεί να περιγραφεί με μια ακριβή και αντικειμενική ορολογία. Αυτή η γνώση γίνεται προσιτή σε μας, όχι χάρις σε κάποια ιδιαίτερα χαρίσματα ή τεχνικές ασκήσεις (αν και αυτά μπορούν να έχουν πολύ μεγάλη αξία στο να διευρύνουν την αντίληψή μας) αλλά πάνω απ᾿ όλα, χάρις στην πίστη. Η πίστη, που ανταποκρίνεται στην δυνατότητα-προοπτική της σωτηρίας και τελείωσης, ανοιχτή σε μας στο πρόσωπο του Ιησού, βαθαίνει εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος της ειλικρινούς ανταπόκρισης και συνειδητοποίησης, του τι σημαίνει να ανήκεις ολοκληρωτικά στο Χριστό.
Ωστόσο δεν πρέπει να υπερτονίζουμε το εμπειρικό στοιχείο, αφού η αποκάλυψη του Χριστού στα Ευαγγέλια δεν είναι υπόθεση της ψυχολογίας της θρησκείας αλλά της ζωντανής θεολογίας.
Όμως, δεν πρέπει να χωρίζουμε την θεολογία από την προσευχή της Εκκλησίας. Η Θεολογία δεν είναι απλά η γνώση-κατανόηση που έχει ένας ειδήμων, αλλά η αποκάλυψη, που έχει η Εκκλησία. Αυτή η αποκάλυψη η οποία παραμένει τόσο "φρέσκια" και νέα όσο ήταν στις ημέρες του αγ. Ειρηναίου ή των Αποστόλων, είναι προσιτή σε κάθε χριστιανό που συμμετέχει στην ζωντανή εμπειρία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία. Εξ ου και το πατερικό ρητό: Πραγματικός θεολόγος είναι ο άνθρωπος της προσευχής. Πάνω απ᾿ όλα είναι η Βίβλος, που διαβάζεται στην Ιερή συνάθροιση ή στη συγκεντρωμένη προσωπική σιωπηλή προσευχή, η οποία μας αποκαλύπτει αυτή τη γνώση του Χριστού.
Η εμπειρία της Εκκλησίας σχετικά με την αποκάλυψη του Χριστού δεν είναι ένας στατικός φωτισμός, είναι ένας δυναμικός τρόπος ζωής. Για πολύ καιρό υποθέταμε ότι ήταν αρκετό να αποφασίσουμε να συγκατατεθούμε διανοητικά στην αυθεντικά δηλωμένη αλήθεια, και ότι αυτό ήταν όλη η πίστη. Η χριστιανική όμως πίστη δεν είναι μια συνήθεια με την οποία τείνουμε να αποδεχθούμε ορισμένες δογματικές φόρμουλες και πληροφορίες. Είναι η μεταποίηση όλης της ύπαρξής μας, η υποταγή όλου του προσώπου μας, μέσα στην Εκκλησία Του. Είναι μια πράξη ένας κανόνας, ο πιο βασικός κανόνας: Η μετάνοια, η πλήρης αλλαγή της καρδιάς, που οδηγεί στην αποταγή-απόρριψη της παλιάς αντίληψης, για τον εαυτό μας και της σχέσης μας με τον Θεό και τον κόσμο και στην ανακάλυψη της καινούργιας ταυτότητάς μας εν
Χριστώ.
Το άγγελμα της Γέννησης του Χριστού δεν είναι συνεπώς μόνο ένα μήνυμα χαράς αλλά είναι και μια υποδήλωση οδύνης και πάλης. Ήρθε στον κόσμο ο Χριστός σαν σημείο αντιλεγόμενο (πάλι μιλάει ο Λουκάς στο 3, 34) και την καρδιά ακόμη της μητέρας του πρέπει να διασχίσει η ρομφαία της οδύνης του πόνου. Στο Ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας και της ζωής ερχόμαστε αντιμέτωποι και με το Ευαγγέλιο του πάθους και της οδύνης-αγωνίας καθώς και του θανάτου. Ο Μάρκος που δεν μας δίνει καμιά αφήγηση της Γέννησης, αφιερώνει όλο το Ευαγγέλιό του στο Χριστό σαν σημείο αντιλεγόμενο. Όμως δεν είναι με το θάνατο και την αντιφατικότητα που νικιέται ο θάνατος, με τη ζωή νικιέται, όπως και η αντιφατικότητα νικιέται με την υπερβατική αλήθεια.
Κοντολογίς, αν, πιστεύοντας ότι ο Θεός μίλησε σε μας ολότελα και καθοριστικά, μέσω του Χριστού, δεχτούμε την αποκάλυψη που έκανε ο Θεός για τον εαυτό του μέσω του βρέφους της Βηθλεέμ, πρέπει επίσης να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η αποδοχή έχει σοβαρές συνέπειες στην ζωή μας. Σημαίνει ότι δεχόμαστε κύριο της ζωής μας έναν για τον οποίον δεν υπάρχει τόπος στο "πανδοχείο" ενός κόσμου εξεγερμένου και παράφρονα, που χωρίς βέβαια να το ξέρει, μπαίνει σε μια νέα εσχατολογική διάσταση. Το βλέπουμε αυτό στο ενοχλητικό σύμβολο εκείνης της απογραφής, που καταγράφει τον νέο κόσμο, στα βιβλία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής δύναμης. Αν δεχθούμε αυτό το βρέφος για Θεό μας, τότε αναλαμβάνουμε τη δική μας υποχρέωση να μεγαλώσουμε μαζί του, σε έναν κόσμο αλαζονικής δύναμης, και να ταξιδέψουμε μαζί του, καθώς ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα και στο Σταυρό, που είναι άρνηση και απόρριψη της δύναμης!
Δεν είναι λοιπόν αρκετό να ανταποκριθούμε στην χαρά και στην γοητεία της Βηθλεέμ. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, αν ανήκουμε στον Χριστό πρέπει να πεθάνουμε μαζί Του για να αναστηθούμε και μαζί Του. Σαν να λέμε ότι η απόφαση μας να δεχθούμε την αποκάλυψη του Θεού για τον εαυτό Του στο πρόσωπο του Χριστού, υπονοεί σιωπηλά, αυτό το ίδιο το γεγονός, ότι δηλαδή αποφασίζουμε να δεχθούμε την αποκάλυψή Του σχετικά με τον εαυτό μας εν Χριστώ μέσα από το Χριστό. Ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος. Είναι η φανέρωση του Θεού με μορφή ανθρώπου. Είναι επίσης η φανέρωση και ανάδειξη του ανθρώπου σε Θεό. Αν δεχθώ την φανέρωση του Θεού στον Χριστό πρέπει επίσης να δεχθώ την φανέρωση και ανάδειξη του ανθρώπου διά του Χριστού.
Έτσι συνειδητοποιώ από την άποψη των Ευαγγελίων ότι χωρίς τον Σταυρό και την Ανάσταση δεν υπάρχει πλήρες ικανοποιητικό νόημα για την ζωή του ανθρώπου. Αν το όχι του Σταυρού του Θεού στην κοσμική αλαζονεία ισχύει, τότε η απόφασή μας, η προτίμησή μας για το Χριστό, πρέπει να είναι μια άρνηση κάθε εμπιστοσύνης στην κοσμική δύναμη.
Η απόφαση να δεχθούμε το Χριστό σαν την αποκάλυψη του σχεδίου του Θεού για τον κόσμο, συνεπάγεται μια αδυσώπητη απάρνηση κάθε προσπάθειας να ζούμε ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: Ένα ιερό επίπεδο, το επίπεδο της ψυχής, της "πνευματικότητας της μνήμης και της καλοσύνης" και το άλλο επίπεδο την υλικής εργασίας, του περισπασμού, της νόμιμης αντίδρασης, της "πολιτικής" εξουσίας και τα συναφή. Όλα είναι αρκετά αληθοφανή, αλλά κάπως άσχετα με το τι συμβαίνει μέσα στην Εκκλησία, και στο "εσωτερικό μου κάστρο". Αν ο Χριστός είναι η αποκάλυψη όλου του νοήματος του ανθρώπου, αν αυτό το νόημα της ζωής του ανθρώπου ολοκληρωτικά και μόνον, βρίσκεται και βασίζεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι παιδί του Θεού, τότε κάθε τι στη ζωή μου σχετίζεται ή δεν σχετίζεται κατ᾿ αναλογία, με την ανάπτυξή μου σαν μέλος του Χριστού, σαν παιδί του Θεού, και με την "προέκταση" του Χριστού, στον κόσμο του ανθρώπου μέσω της Εκκλησίας.
Επομένως το Ευαγγέλιο της γέννησης παραμένει το Ευαγγέλιο της ανανέωσης και μπορούμε να το ονομάσουμε χωρίς να υπερβάλλουμε το Ευαγγέλιο του καλέσματος. Η νέα ζωή που η Εκκλησία αναζητά σήμερα είναι ακριβώς αυτό: Η ζωή του Χριστου, η ζωή του Πνεύματος, όχι με την έννοια "περισσότερης πνευματικότητας", αλλά με την έννοια ότι κάποιος διακατέχεται και είναι κεχρισμένος από το Πνεύμα, το Πνεύμα του Χριστού, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα.
Εδώ πάλι στο Ευαγγέλιο του Λουκά ιδιαιτέρως, βλέπουμε την παρουσία του Αγ. Πνεύματος να επισκιάζει την παρθενομήτορα στη νέα δημιουργία, όπως Αυτό επεσκίαζε την άβυσσο της ασχημάτιστης και άμορφης ύλης στη πρώτη δημιουργία. Παρόλο που το Πνεύμα επρόκειτο να δοθεί στην Εκκλησία μόνο στην Ανάσταση και στην Πεντηκοστή ήταν ήδη παρόν στην αφήγηση της Εκκλησίας σχετικά με τη Γέννηση. Η αποδοχή του δώρου του Θεού σε μας, στο πρόσωπο του Χριστού, σημαίνει τελικά την αποδοχή του Αγ. Πνεύματος από μας ακόμα χάρις στο οποίο ο Χριστός γεννιέται μέσα μας ζει μέσα μας, μεγαλώνει μέσα μας, υποφέρει, πεθαίνει, και ανασταίνεται μέσα μας.
Κοντολογίς, επειδή έχουμε δεχθεί το Πνεύμα Του στην βάπτιση και στα μυστήρια, μπορούμε να αναγνωρίζουμε το Χριστό, όταν γίνεται λόγος για τη γέννησή Του στην λειτουργία της Εκκλησίας. Είναι η ζωή του αγ. Πνεύματος μέσα μας που μας παρακινεί να απαντάμε "Αμήν", στην προσευχή της Εκκλησίας προς τον πατέρα δια του Χριστού. Είναι αυτό το ίδιο το Πνεύμα, που αφού μας έκανε "άλλους Χριστούς" φωνάζει προς τον πατέρα μέσα μας (Ρωμ. 8, 14-16) με κείνη την ελεύθερη και γεμάτη εμπιστοσύνη φωνή των παιδιών, την απελευθερωμένη από το νόμο του φόβου.
Γιατί το Πνεύμα μας διδάσκει: αν γεννηθούμε με το Χριστό και πεθάνουμε με τον Χριστό, θα είμαστε συγκληρονόμοι μ᾿ αυτόν στην μεγάλη χαρά που είναι η νίκη του κατά του θανάτου, και στην πραότητά του με την οποία έχει κληρονομήσει την γη.