- Συγγραφέας: Πάπας Φραγκίσκος
"… Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου
τῶν ἐλαχίστων…"
(Ματθ. 25, 40)
Πάπας Φραγκίσκος
Μετανάστες νεκροί στη θάλασσα, μέσα σ’ αυτά τα καράβια που αντί να οδηγήσουν στην ελπίδα οδήγησαν στον θάνατο. Έτσι τιτλοφορούν το γεγονός οι εφημερίδες. Εδώ και μερικές εβδομάδες, όταν έμαθα αυτό το νέο, που δυστυχώς έχει επαναληφθεί τόσες φορές, η σκέψη ξαναρχόταν συνεχώς εκεί σαν ένα αγκάθι στη καρδιά που φέρνει πόνο. Και τότε σκέφτηκα πως είχα χρέος να έρθω εδώ σήμερα για προσευχή, για μια κίνηση προσέγγισης, αλλά επίσης και για ένα ξύπνημα της συνείδησής μας ώστε αυτό που συνέβη να μην επαναληφθεί. Αυτό να μην επαναληφθεί, σας παρακαλώ! Αλλά πριν απ’ όλα, θα ήθελα να πω έναν λόγο ευγνωμοσύνης και ενθάρρυνσης σ’ εσάς, κάτοικοι της Λαμπεντούσα και της Λινόζα, στα σωματεία, στους εθελοντές και στις δυνάμεις ασφαλείας, που δείξατε και δείχνετε τόση φροντίδα για τους ανθρώπους που ταξιδεύουν για να βρουν κάτι καλύτερο. Είστε μια μικρή πραγματικότητα, αλλά προσφέρετε ένα παράδειγμα αλληλεγγύης! Ευχαριστώ! Ευχαριστώ επίσης τον αρχιεπίσκοπο εκλαμπρότατο Φραγκίσκο Μοντενέγκρο για τη βοήθειά του, τον μόχθο του και την ποιμαντική του εγγύτητα. Χαιρετώ εγκάρδια την Δήμαρχο, Κυρία Γκιούσι Νικολίνι, την ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανε και κάνει. Θα ήθελα να στραφώ με τη σκέψη μου προς τους αγαπητούς μουσουλμάνους μετανάστες που αρχίζουν απόψε τη νηστεία για το Ραμαζάνι, με την ευχή πολλών πνευματικών καρπών. Η Εκκλησία είναι κοντά σας στην αναζήτηση μιας ζωής πιο άξιας για σας και για τις οικογένειές σας. Σ’ εσάς: (oshia)!
Αυτό το πρωινό, κάτω από την επίδραση του φωτισμένου Λόγου του Θεού που ακούσαμε, θα ήθελα να σας προτείνω κάποιες φράσεις οι οποίες προπάντων προκαλούν τη συνείδηση όλων, ωθούν σε στοχασμό και σε συγκεκριμένη αλλαγή ορισμένων διαθέσεων.
«Αδάμ, πού είσαι;»: είναι η πρώτη ερώτηση που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο μετά την πτώση. «Πού είσαι, Αδάμ;» Και ο Αδάμ είναι ένας άνθρωπος αποπροσανατολισμένος που έχει χάσει τη θέση του μέσα στη δημιουργία επειδή νομίζει πως έγινε ισχυρός, πως μπορεί να εξουσιάζει τα πάντα, πως είναι Θεός. Και η αρμονία θρυμματίζεται, ο άνθρωπος εξαπατάται κι αυτό επαναλαμβάνεται και στη σχέση του με τον άλλον που δεν είναι πια ο αδελφός για να τον αγαπά, αλλά απλώς ο άλλος που ενοχλεί τη ζωή μου, την καλοπέρασή μου. Και ο Θεός θέτει τη δεύτερη ερώτηση: «Κάιν, πού είναι ο αδελφός σου;» Το όνειρο να είσαι ισχυρός, να είσαι μεγάλος όπως ο Θεός, ή μάλλον να είσαι Θεός, γεννά μια αλυσίδα από λάθη, που είναι μια αλυσίδα θανάτου, σε οδηγεί να χύσεις το αίμα του αδελφού!
Αυτές οι δύο ερωτήσεις του Θεού ηχούν επίσης σήμερα, με όλη τους τη δύναμη! Πολλοί από εμάς, κι εγώ μαζί, είμαστε αποπροσανατολισμένοι, δεν προσέχουμε πια τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, δεν φροντίζουμε, δεν προστατεύουμε αυτό που ο Θεός δημιούργησε για όλους και δεν είμαστε πια ικανοί ούτε να φυλάμε ο ένας τον άλλον. Και όταν αυτός ο αποπροσανατολισμός παίρνει τις διαστάσεις του κόσμου, φτάνουμε σε τραγωδίες όπως αυτή στην οποία παρευρεθήκαμε.
«Πού είναι ο αδελφός σου;» η φωνή του αίματός του βοά προς εμέ, λέει ο Θεός. Δεν είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στους άλλους, είναι μια ερώτηση που απευθύνεται σ’ εμένα, σ’ εσένα, σε καθέναν από εμάς. Αυτοί εδώ ανάμεσα στους αδελφούς και στις αδελφές μας γύρευαν να βγουν από δύσκολες καταστάσεις για να βρουν λίγη γαλήνη και ηρεμία. Ζητούσαν μια καλύτερη στάθμη ζωής γι’ αυτούς και για τις οικογένειές τους, αλλά βρήκαν τον θάνατο. Πόσες φορές αυτοί που ζητούν το ίδιο πράγμα δεν βρίσκουν κατανόηση, φιλοξενία, αλληλεγγύη! Και οι φωνές τους ανεβαίνουν ως τον Θεό! Για μια φορά ακόμα σας ευχαριστώ εσάς, κάτοικοι της Λαμπεντούσα, για την αλληλεγγύη σας. Πρόσφατα άκουσα έναν απ’ αυτούς τους αδελφούς. Πριν να φτάσουν εδώ, είχαν περάσει από τα χέρια λαθρεμπόρων, αυτών που εκμεταλλεύονται τη φτώχεια των άλλων, αυτών για τους οποίους η φτώχεια των άλλων είναι πηγή πλουτισμού. Πόσο είχαν υποφέρει! Και μερικοί δεν μπόρεσαν να φτάσουν στον προορισμό τους.
«Πού είναι ο αδελφός σου;» Ποιος είναι ο υπεύθυνος γι’ αυτό το αίμα; Στην ισπανική λογοτεχνία, υπάρχει μια κωμωδία του Λόπε ντε Βέγκα που διηγείται πως οι κάτοικοι της πόληςFuenteOvejunaσκότωσαν τονΚυβερνήτη γιατί ήταν ένας τύραννος, και το έκαναν με τέτοιο τρόπο ώστε κανένας να μην ξέρει ποιος ήταν ο εκτελεστής. Όταν ο βασιλικός δικαστής ρωτάει: «Ποιος σκότωσε τον Κυβερνήτη;», όλοι αποκρίνονται:«FuenteOvejuna, Κύριε». Όλοι και κανένας! Το ίδιο και σήμερα αυτή η ερώτηση προβάλλει απαιτητικά: ποιος είναι ο υπεύθυνος του αίματος αυτών των αδελφών μας ανδρών και γυναικών; Κανένας! Όλοι είμαστε υπεύθυνοι, έτσι: δεν είμαι εγώ, εγώ δεν είμαι από εδώ, είναι άλλοι, ασφαλώς όχι εγώ. Αλλά ο Θεός ρωτάει τον καθένα μας: «Πού είναι το αίμα του αδελφού σου που βοά προς εμέ;» Σήμερα κανείς στον κόσμο δεν αισθάνεται υπεύθυνος γι’ αυτό, έχουμε χάσει την έννοια της αδελφικής υπευθυνότητας. Έχουμε πέσει στην υποκριτική στάση του ιερέα και του λευίτη, για τους οποίους μιλούσε ο Ιησούς στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη: κοιτάμε τον μισοπεθαμένο αδελφό στην άκρη του δρόμου, ίσως σκεφτόμαστε « τον καημένο», και συνεχίζουμε τον δρόμο μας, δεν είναι δουλειά μας. Και μ’ αυτό ειρηνεύουμε την ψυχή μας, αισθανόμαστε εντάξει. Ο πολιτισμός της καλοπέρασης, που μας οδηγεί να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας, μας κάνει αναίσθητους στις κραυγές των άλλων, μας κάνει να ζούμε μέσα στις σαπουνόφουσκες, που είναι ωραίες, αλλά δεν είναι τίποτα, είναι η ψευδαίσθηση του μάταιου, του προσωρινού, ψευδαίσθηση που οδηγεί στην αδιαφορία προς τους άλλους, και μάλιστα στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας. Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, πέσαμε στην παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας. Συνηθίσαμε στον πόνο του άλλου, αυτό δεν μας αφορά, δεν μας ενδιαφέρει, δεν είναι δουλειά μας!
Ξανάρχεται στη σκέψη μου η φιγούρα του Ανώνυμου του Μαντζόνι. Η παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας μας κάνει όλους «ανώνυμους», υπεύθυνους χωρίς όνομα και χωρίς πρόσωπο.
«Αδάμ, πού είσαι;», «Πού είναι ο αδελφός σου;», είναι οι δύο ερωτήσεις που θέτει ο Θεός στην αρχή της ιστορίας της ανθρωπότητας και που τις απευθύνει σε όλους τους ανθρώπους του καιρού μας, και σ’ εμάς επίσης. Αλλά θα ήθελα να θέσουμε στον εαυτό μας μια τρίτη ερώτηση: «Ποιος από εμάς έκλαψε για το γεγονός αυτό και για τα γεγονότα σαν κι αυτό;» Ποιος έκλαψε για τον θάνατο αυτών των αδελφών μας ανδρών και γυναικών; Ποιος έκλαψε για τα πρόσωπα που ήταν στο σκάφος; Για τις νεαρές μανάδες που κυοφορούσαν τα παιδιά τους; Γι’ αυτούς τους άνδρες που επιθυμούσαν να βρουν κάτι για να συντηρήσουν την οικογένειά τους; Είμαστε μια κοινωνία που έχει ξεχάσει την πείρα των δακρύων, έχει ξεχάσει να «συμπάσχει»: η παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας μας αφαίρεσε την ικανότητα να κλαίμε! Μέσα στο Ευαγγέλιο ακούσαμε την κραυγή, τα κλάματα, το μακρύ παράπονο: « Η Ραχήλ κλαίει τα παιδιά της… γιατί δεν υπάρχουν πια». Ο Ηρώδης έσπειρε τον θάνατο για να υπερασπιστεί τη δική του ευημερία, τη δική του σαπουνόφουσκα. Κι αυτό συνεχίζει να επαναλαμβάνεται… Ας ζητήσουμε από τον Κύριο να σβήσει αυτό που έχει μείνει απ’ τον Ηρώδη και στη δική μας την καρδιά. Ας ζητήσουμε από τον Κύριο τη χάρη να κλάψουμε για την αδιαφορία μας, να κλάψουμε για τη σκληρότητα που υπάρχει στον κόσμο, μέσα μας, κι επίσης μέσα σ’ εκείνους που μέσα στην ανωνυμία τους παίρνουν τις κοινωνικο-οικονομικές αποφάσεις που ανοίγουν τον δρόμο σε δράματα όπως αυτό εδώ. «Ποιος έκλαψε;» Ποιος έκλαψε σήμερα στον κόσμο;
Κύριε, σ’ αυτή τη Λειτουργία, που είναι μια Λειτουργία μετανοίας, ζητάμε συγχώρεση για την αδιαφορία μας προς πολλούς αδελφούς και αδελφές μας. Πατέρα μας, σου ζητάμε συγχώρεση γι’ αυτόν που έχει βολευτεί κι έχει κλειστεί μέσα στη δική του ευμάρεια που οδηγεί στην αναισθησία της καρδιάς, σου ζητάμε συγχώρεση γι’ αυτούς που με τις αποφάσεις τους σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν δημιουργήσει καταστάσεις που οδηγούν σ’ αυτά τα δράματα. Συγχώρησέ μας, Κύριε!
Κύριε, ας ακούσουμε και σήμερα τις ερωτήσεις σου: «Αδάμ, πού είσαι;», «Πού είναι το αίμα του αδελφού σου;»
Κήρυγμα στην Θ. Λειτουργία που τέλεσε στο χώρο καταφυγής των μεταναστών, στο νησί Lampedussaστις 8 Ιουλίου 2013.