Περί Μεταφράσεων

Προσευχή είναι η πιο συνηθισμένη και κοινή θρησκευτική λέξη και ενέργεια. Αφορά χριστιανούς αλλά και ειδωλολάτρες. Αφορά συνειδητοποιημένους πιστούς αλλά και εξ έθους θρησκευομένους.

          Για την Εκκλησία του Χριστού προσευχή είναι η αναστροφή του ενδιαφέροντος και της προσοχής του ανθρώπου από τον εαυτό του προς τον Χριστό. Η προσπάθεια ελευθερίας από την εγωιστική αυτοαναφορικότητα στην ελευθερία της αγάπης.

          Το μέγεθος και το βάρος της εγωιστικής φίλαυτης αγάπης κάνει κατ᾿ αναλογίαν δύσκολη την προσευχή. Ενώ όλες οι θρησκευτικές εκφράσεις και εκδηλώσεις συνηθίζονται, για την προσευχή ισχύει ὅτι «ἕως τή στερνή μας πνοή, χρειάζεται ἁγῶνα» (ββς γάθων Θ΄, Επε Γέρων, εκδ. ΑΣΤΕΡΟΣ, 1996).

Η προσευχή των Χριστιανών έχει δύο μορφές. Την προσωπική ή οικογενειακή, στο "ταμιεῖον" (Ματθ. 6, 6) όπως λέει το Ευαγγέλιο και την από κοινού με τους αδελφούς στις λατρευτικές συνάξεις και την Ευχαριστία. Η Εκκλησία με την κοινή προσευχή ως σώμα και «οικογένεια» Χριστού προσπαθεί, με την μουσική επένδυση των λόγων της κοινής λατρείας και προσευχής, να διευκολύνει τα μέλη της στο να προσεύχονται. Όμως πλέον είμαστε σε εποχή που η εκ "φύσεως" δυσκολία αυξήθηκε και από την έλλειψη κατανοήσεως της γλώσσας. Η μετάφραση είναι πλέον αδήριτος ανάγκη. Την επιβάλει η πραγματικότητα.

          Το θέμα είναι μεγάλο και οι ενστάσεις πολλές. Ας δούμε τις βασικότερες.

Πρώτη ένσταση είναι ότι χάνεται (με την μετάφραση) η ομορφιά και η ακριβολογία της αρχαίας γλώσσας. Αυτό το "επιχείρημα" μοιάζει με την ένσταση των αρχαίων εκείνων αιρετικών που θεωρούσαν τον τρόπο γέννησης του Χριστού διά της φυσικής ανθρώπινης οδού, ως πράγμα "ακαλλές"! Κατ᾿ αναλογίαν, κάποιοι, θεωρούν την χρήση της καθημερινής γλώσσας απαράδεκτη για την ομορφιά της Θ. Λειτουργίας ξεχνώντας ότι «πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ Βασιλέως ἔσωθεν» (Ψαλμ. 44, 14).

Δεν είναι, ας το ομολογήσουμε, η γλωσσική μορφή το ουσιώδες. Η γλώσσα είναι το περιτύλιγμα. Άραγε δεν θα ειδωλολατρεί η Εκκλησία του Χριστού "θεοποιόντας" ένα γλωσσικό σχήμα αφού στην δική μας Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ διδασκαλία για ιερές γλώσσες ή γλώσσες του Σταυρού; (ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, στην επιγραφή του Πιλάτου στον Σταυρό!).

Δεν είναι το κάλλος της γλώσσης ο λόγος που χρησιμοποιήθηκαν τα ελληνικά, αλλά η διάδοσή τους σχεδόν «ἀπ’ ἄκρου εἰς ἆκρον» του τότε μεσογειακού κόσμου. Αν άλλη γλώσσα μιλιόταν, θα γινόταν χρήση εκείνης, ως επικρατούσης γλώσσας. Άλλωστε για ποιο κάλλος συζητάμε; Ο αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας θεωρούσε την γλωσσική μορφή των Ευαγγελίων... «ἀγελαῖα γλῶσσα»!!

Η ποιητική δυναμική και η ακριβολογία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι μεγάλα θέματα και όποιος τα αγνοεί λαθεύει, αλλ᾿ όμως δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενα για την σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία. Μακάρι να γινόταν να συνδυαστούν. Σήμερα όμως σε μια εποχή "φασιστικής" απλοποίησης των πάντων είναι εξωπραγματικό να πιστεύουμε, ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και τελικώς να κλείνουμε τον δρόμο προς τον Χριστό στους περισσότερους, «διά τήν παράδοσιν ἡμῶν».

Δεύτερη ένσταση είναι ότι η γλώσσα είναι πλέον καθιερωμένη παράδοση της Εκκλησίας και δεν επιτρέπεται αλλαγή αφού... "εξαγιάστηκε" από την χρήση αιώνων!! Είναι θεολογική τραγωδία να μην έχουμε ξεκάθαρο μέσα μας το ότι, παράδοση είναι ο Χριστός και η διδασκαλία της σωτηρίας των ανθρώπων και όχι τα καιρικά γλωσσικά ή θρησκευτικά σχήματα. Αποκάλυψη είναι ο Χριστός, και συνεπώς τα βιβλικά κείμενα έχουν αξία (σε όποια γλώσσα) επειδή είναι Λόγος για την Αποκάλυψη-Χριστό!! Κάθε τι που εμποδίζει στον "δρόμο" γνωριμίας με τον Χριστό πρέπει να "αἴρεται", για να γίνεται εύκολος και καθαρός από εμπόδια ο δρόμος. Άλλωστε ο Χριστός δεν ήρθε να εξαγιάσει πολιτιστικά εκδηλώματα και αυτό μας το έδειξε με την στάση του για τις παραδόσεις των Εβραίων (Μαρκ. 7, 8-9) και την γλώσσα τους (Μαρκ. 7, 6-7). Και όπως διασαφηνίζει για δική μας χρήση ένας σύγχρονος άγιος, ο όσιος Σιλουανός: «Και αν υποτεθεί πως για την α' ή β' αιτία η Εκκλησία θα έχανε όλα τα βιβλία της, δηλαδή την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα έργα των Πατέρων και τα Λειτουργικά βιβλία, τότε η παράδοση θα αποκαθιστούσε την αγία Γραφή, έστω όχι με τις ίδιες λέξεις, έστω σε άλλη "γλώσσα", αλλά πάντως θα την αποκαθιστούσε» (Γέρ. Σιλουανός, σελ. 92). Για να μη θυμίσουμε εν προκειμένω την επισήμανση-κριτήριο του αγίου Ιερομάρτυρα Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος (258 μ.Χ.) ότι «Η επίκληση της αρχαιότητος μιας παραδόσεως δεν είναι απαραιτήτως τεκμήριο γνησιότητος, μπορεί να είναι χρονία πλάνη»!

Τρίτη ένσταση είναι, ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας (που ήταν εποχή άγνοιας και σκοταδιού) δεν χρειάστηκε αλλαγή της γλώσσας και συνεπώς ούτε και σήμερα χρειάζεται. Μια τέτοια γνώμη-άποψη, είναι απλώς εξωπραγματική.

Ο άγιος Κοσμάς είναι η αμεσότερη διάψευση. Και όσον αφορά την γλωσσική μορφή των διδαχών του και όσον αφορά την αγωνία του να μη γίνουν αλλόγλωσσοι (τουρκόφωνοι ή αλβανόφωνοι) οι χριστιανοί.

Και εκατόν ογδόντα χρόνια (το 1638!) πριν τον άγιο Κοσμά († 1779), ο Μάξιμος Καλλιουπολίτης συνειδητοποιεί ότι: «τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας πάγει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον φθειρόμενον» γιατί δεν «δύνονται νά γρικήσουν τήν Θείαν Γραφήν» και αναλαμβάνει την μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην Νεοελληνική!!

Η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκε λοιπόν για πρώτη φορά στα νέα ελληνικά (μια μορφή γλώσσας με εποχιακές τροποποιήσεις και αλλαγές, όπως άλλωστε και τα αρχαία ελληνικά: ομηρικά, ιωνική, δωρική, αττική διάλεκτος!) από τον Μάξιμο Καλλιουπολίτη. Εκδόθηκε στην Γενεύη το 1638, όταν ο Μάξιμος είχε πεθάνει και επανεκδόθηκε αρκετές φορές με τελευταία αυτήν του 1995 από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.).

Πενήντα χρόνια μετά το μαρτύριο του αγίου Κοσμά ο επίσκοπος Ευβοίας Γρηγόριος εκδίδει την Καινή Διαθήκη στην ομιλουμένη ελληνική και αλβανική, αφού μεγάλο μέρος του ποιμνίου του είναι αλβανόφωνο.

Η Τουρκοκρατία έχει τα δικά της δεδομένα και οι κοινότητες των Ρωμηών τότε είναι κολεκτιβιστικές. Έχουν το σχήμα κοινότητας, αλλά ουσιαστικά τα πρόσωπα υπάρχουν μόνο ως υπηρέτες της συντήρησης της κολεκτιβιστικής κοινότητας. Έξω από το μαντρί το πρόβατο το έτρωγε ο λύκος! Η Εκκλησία του Χριστού όμως δεν φιλοδοξεί να είναι... μαντρί! Τότε ίσως χρειαζόταν να είναι, τώρα και να θέλει δεν γίνεται. Τότε οι άνθρωποι υπήρχαν επειδή υπήρχε η κοινότητα, σήμερα είμαστε στο εντελώς αντίθετο σχήμα της αυτονομίας, ούτε καν της συνειδητής ενοριακής σχέσεως. Τότε ο άνθρωπος είχε μόνο υποχρεώσεις. Σήμερα έχει μόνο δικαιώματα. Το "τώρα" είναι άθλιο κατά την γνώμη κάποιων, αλλά και το "τότε" δεν πρέπει να γοητεύει την Εκκλησία του Χριστού!

Η ελευθερία να πραγματοποιήσει κανείς είτε το καλό είτε το κακό, είναι όρος απαράβατος και προϋπόθεση ανυπέρθετη για την συμμετοχή στην Εκκλησία... «ὅστις θέλει...».

Για τους χριστιανούς της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε θέμα γλώσσας, όχι επειδή καταλάβαιναν τα λεγόμενα και τα τελούμενα, αλλά γιατί εμπιστευόντουσαν τον παπά και τον δεσπότη. Σήμερα οι άνθρωποι ούτε θέλουν να εμπιστευθούν, ούτε... μπορούν (!), αφού οι ίδιοι οι κληρικοί ζουν με τρόπο αναξιόπιστο και στα κηρύγματα ακόμα "πιπιλίζουν" την γνωστή καραμέλα, ότι τα μυστήρια τελούνται από τον Χριστό! Φυσικά από τον Χριστό τελούνται, αλλά δια των ιερέων. Αν ο κληρικός δεν "παίζει" ρόλο, τότε έφτασε η εποχή χειροτονίας ρομπότ για διπλή εξασφάλιση: και παροχή υπηρεσιών και έλλειψη προβλημάτων.

Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν υπάρχει αναλογία δεδομένων. Το επιχείρημα αναλογικών συμπερασμάτων από την Τουρκοκρατία είναι εξωπραγματικό. Πρέπει να δούμε και να αντιμετωπίσουμε, τα τωρινά δεδομένα, σήμερα. Οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν τα θέματα που είχαν, όπως τότε αυτοί έκριναν και τώρα πλέον αυτοί βρίσκονται στην κρίση του Θεού. Για μας είναι υπεκφυγή να αναζητούμε στο παρελθόν μοτίβα λύσεων των προβλημάτων του "τώρα".

Η βασική αρχή της «υπ' ουρανόν» Εκκλησίας να μη επιβάλλει μια γλώσσα αλλά η προσευχή να γίνεται στις τοπικές γλώσσες και τα ιδιώματα, είναι καθοδηγητική και για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Με κάθε γλωσσική μορφή προσευχής επιδιώκεται το ίδιο σκοπούμενο. Να αγαπήσουμε τον Χριστό βαθύτερα και ουσιαστικότερα και να Τον βλέπουμε στο πρόσωπο κάθε αδελφού. Να προσευχόμαστε με αμεσότητα. Η γνώση και η συνείδηση των λεγομένων είναι απαραίτητη προϋπόθεση σχέσεως. Και οπωσδήποτε, απαιτείται "θράσος" να ζητάμε να μας ακούσει, ενώ εμείς δεν καταλάβαμε τί Του είπαμε!!!

          Η ανάγκη και το σωστό είναι, ο χριστιανός "συναγόμενος" στην Ευχαριστία ή στις ακολουθίες να μπορεί να προσεύχεται μαζί με τον ιερέα, και όχι να πρέπει να σκέφτεται τι λέει ο ιερέας, ακόμη και αν είναι λίγο-πολύ κατανοητή η γλώσσα. Πολύ περισσότερο όταν ο χριστιανός βρίσκεται στην κατάσταση που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 14, 16), δηλαδή να μη μπορεί να πει το αμήν, αφού τίποτε δεν κατάλαβε από τα λεγόμενα!

          Τα μυστήρια της εκκλησίας και εξηγούνται και κατανοούνται, όσον αφορά την έκφραση της προσευχής και τα τελούμενα.

Άγνωστο-Μυστήριο είναι ο τρόπος παρέμβασης του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, στην μεταβολή των Δώρων της Ευχαριστίας ή του Ευχελαίου ή της καθιέρωσης των χειροτονιών ή του Αγιασμού και γενικώς των όποιων μυστηρίων ή πράξεων.

Ο Χριστός και οι ενέργειες Του είναι υπέρ λόγον. Τα τελούμενα από μας και δι᾿ ημών είναι, και πρέπει να είναι, στο χώρο της λογικής και της κατανόησης, αλλιώς είναι στον χώρο της μαγείας και ο ιερέας αντί διάκονος της σωτηρίας των αδελφών καταντά «ο μάγος της φυλής». Χωρίς λοιπόν γνώση-κατανόηση των λεγομένων στην Θ. Ευχαριστία ή τα μυστήρια, ο δρόμος είναι επικινδύνως ολισθηρός για ένα "μαγικό" προσανατολισμό στον οποίον, από μεν τους κληρικούς θα ισχύει το «ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἀσαφίᾳ», από δε τους πιστούς, μια αφασιακή "συμμετοχή" σε λεγόμενα και τελούμενα, που δεν ζητούν την δική τους μετοχή παρά μόνον σωματικά και από των οποίων την τελετουργία αναμένεται η σωτηρία! (Γαλ. 5, 2 )

Ο αγώνας λοιπόν να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη της χρήσεως στην προσευχή κατανοητών απ’ όλους κειμένων προσευχής είναι μια έκφραση αγωνίας να στηριχθεί ο λαός του Θεού στην συνειδητότητα, ότι η Εκκλησία είναι ο οίκος του Πατρός του (Πάτερ ημών) μέσα στον οποίο είναι αυτονόητη η απαίτηση να κατανοεί τουλάχιστον τα λεγόμενα, σ’ όποια πνευματική ηλικία και αν ευρίσκεται. Άλλωστε ο κόπος αυτός στόχο και σκοπό έχει, όχι το να γίνει «ιεραποστολικό τρυκ» ή «επικοινωνιακό εφέ» αλλά υποδομή και συνθήκη καρποφορίας για τους χριστιανούς που βρίσκονται ήδη μέσα στην Εκκλησία. Δεν θα σπεύσει στον ναό κανένας... κοιμώμενος χριστιανός μόλις ακούσει ότι οι προσευχές γίνονται στην καθομιλουμένη (δημοτική)! Η γλώσσα της προσευχής είναι θέμα γι’ αυτούς που προσεύχονται! Οι εντός της Εκκλησίας πρέπει να "χορτάσουν" με τα νοήματα της διδασκαλίας του Χριστού, ώστε να μπορούν να «δίδουν λόγο περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α’ Πετρ. 3, 15) και να γίνουν φορείς του Πνεύματος του Χριστού και όχι... θρησκόληπτοι τρομαγμένοι που μαζεύτηκαν να εξιλεώσουν τον... επουράνιο χωροφύλακα (Συγχώρησέ μας, Χριστέ μου) της ζωής τους.

Δεν αυταπατόμαστε ότι είναι εύκολο να συναχθούν τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, αυτό είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά ας προσπαθήσουμε να υπάρξουν συνθήκες «γῆς ἀγαθῆς» (Λουκ. 8, 8) ώστε όσοι θέλουν να μπορούν να κάνουν «καρπόν, ὅ μέν ἑκατόν, ὅ δέ ἑξήκοντα, ὅ δέ τριάκοντα» (Ματθ. 13, 8). ΑΜΗΝ

Ας ευχόμεθα, όλοι υπέρ όλων.

 

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος